πλουτίζω


πλουτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
πλουτίζω αρχαία ελληνική πλουτίζω

Ερμηνεία
ρήμα πλουτίζω

✦ κάνω κάποιον πλούσιο
(μτφ. ) αυξάνω κάτι με νέες προσκτήσεις: πλουτίζω τη βιβλιοθήκη μου – τις γνώσεις μου
✦ (αμτβ.) γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω: πλούτισε από το εμπόριο – από κληρονομιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.