πλουμίζω


πλουμίζω
Προφορά

Ετυμολογία
πλουμίζω μεσαιωνική ελληνική πλουμίζω

Ερμηνεία
ρήμα πλουμίζω

✦ διακοσμώ με πλουμίδια, στολίζω: τα άρματα πλουμισμένα με φίλντισι και μ’ ασημένια και χρυσά σύρματα (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.