πλονζόν


πλονζόν
Προφορά

Ετυμολογία
πλονζόν └γαλλ┘ plongeon (= βουτιά)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πλονζόν

✦ εκτίναξη και πτώση στο έδαφος του τερματοφύλακα για να αποκρούσει την μπάλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.