πλοκάμι
Προφορά
Ετυμολογία
πλοκάμι πλοκάμιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πλόκαμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλοκάμι
✦ η πλεξίδα των μαλλιών
✦ το πόδι του χταποδιού
✦ καθένα από τα νήματα του παραγαδιού
✦ (μτφ. κυρ. στον πληθ.) παγίδα, πλεκτάνη: στα πλοκάμια της μαφίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–