πλισές


πλισές
Προφορά

Ετυμολογία
πλισές └γαλλ┘ plissé

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλισές

✦ πυκνή και κανονική πτύχωση υφάσματος
✦ ύφασμα με τέτοια πτύχωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.