πλιατσικολόγος


πλιατσικολόγος
Προφορά

Ετυμολογία
πλιατσικολόγος πλιάτσικο + -λόγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλιατσικολόγος

✦ λαφυραγωγός: δείξανε αξιοθαύμαστη ανδρεία, που θα πει, δεν ήσαν πλιατσικολόγοι (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.