πλιάτσικο
Προφορά
Ετυμολογία
πλιάτσικο αλβ. plackë
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλιάτσικο
✦ λεία, λάφυρο: οι αρματωμένοι σωριάσανε τα πλιάτσικα στο πετραλώνι (Π. Πρεβελάκης)
✦ λαφυραγωγία, διαρπαγή: πέσανε στο πλιάτσικο και καταληστέψανε τη χώρα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–