πλησίστιος
Προφορά
Ετυμολογία
πλησίστιος αρχαία ελληνική πλησίστιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πλησίστιος -ια, -ιο
✦ που πλέει με φουσκωμένα τα πανιά
✦ (μτφ. ) που φέρεται ολοταχώς και κατευθείαν προς συγκεκριμένο στόχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–