πλησίον
Προφορά
Ετυμολογία
πλησίον αρχαία ελληνική πλησίον, αιτ. του επιθέτου πλησίος
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ πλησίον
✦ (παραθ. πλησιέστερον, πλησιέστατα) σε μικρή απόσταση, κοντά
✦ (με άρθρο) ο πλησίον ως ουσ., ο συνάνθρωπος
Συνώνυμα
εγγύς
Αντίθετα
μακράν
Επιρρήματα
–