πλευροκοπώ


πλευροκοπώ
Προφορά

Ετυμολογία
πλευροκοπώ αρχαία ελληνική πλευροκοπέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα πλευροκοπώ -άς, -ά

✦ χτυπώ κάποιον στο πλευρό
✦ προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σώματος, οχυρού κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.