πλευρίτης


πλευρίτης
Προφορά

Ετυμολογία
πλευρίτης αρχαία ελληνική πλευρῖτις

Ερμηνεία
πλευρίτης

✦ (Κ πλευρίτις, -ιδος) εμπύρετη αρρώστια που οφείλεται σε φλεγμονή του υπεζωκότος (του λεπτού περιβλήματος των πνευμόνων)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.