πλαστουργός
Προφορά
Ετυμολογία
πλαστουργός μεταγενέστερη ελληνική πλαστουργός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πλαστουργός
✦ δημιουργός, ιδ. ο Θεός ως πλάστης του κόσμου
✦ (κ. ως επίθ.) δημιουργικός: πλαστουργός πνοή – δύναμη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–