πλαστοπροσωπία


πλαστοπροσωπία
Προφορά

Ετυμολογία
πλαστοπροσωπία πλαστοπροσωπώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλαστοπροσωπία

✦ η εμφάνιση προσώπου αντί άλλου, με σκοπό αθέμιτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.