πλαισιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
πλαισιώνω μεταγενέστερη ελληνική πλαισιῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πλαισιώνω
✦ περιβάλλω με πλαίσιο
✦ κορνιζάρω, καδράρω
✦ (μτφ. ) περιβάλλω κάτι σαν πλαίσιο: η Γέννηση παρασταίνεται πλαισιωμένη από τα χείλια μιας σπηλιάς (Γ. Σεφέρης)
✦ (μτφ. ) περιβάλλω ως βοηθός, συνεργάτης κτλ.: πλαισιώνεται από διάφορους παρατρεχάμενους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–