πλαγιοφυλακώ


πλαγιοφυλακώ
Προφορά

Ετυμολογία
πλαγιοφυλακώ πλαγιοφύλαξ

Ερμηνεία
πλαγιοφυλακώ

✦ κ. πλαγιοφυλάσσω ρ. είμαι πλαγιοφύλακας, μετέχω σε πλαγιοφυλακή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.