πλαγιοφυλακή


πλαγιοφυλακή
Προφορά

Ετυμολογία
πλαγιοφυλακή πλάγιος + φυλάσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλαγιοφυλακή

✦ στρατιωτικό τμήμα που καλύπτει το πλευρό της πορευόμενης φάλαγγας: κρατούσαμε όλους τους στρατιωτικούς κανόνες, με οπισθοφυλακές, πλαγιοφυλακές, συνδέσμους (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.