πλαγιοδέτης


πλαγιοδέτης
Προφορά

Ετυμολογία
πλαγιοδέτης πλάγιος + δένω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλαγιοδέτης

✦ χοντρό σκοινί που δένεται πάνω στην άγκυρα ή την αλυσίδα της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.