πλαγιαστός


πλαγιαστός
Προφορά

Ετυμολογία
πλαγιαστός πλαγιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πλαγιαστός -ή, -ό

✦ που έχει πλάγια κλίση, κεκλιμένος
✦ ξαπλωμένος, πλαγιασμένος, κατακεκλιμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
όρθιος
Επιρρήματα
πλαγιαστά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.