πλαγιάζω


πλαγιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
πλαγιάζω μεταγενέστερη ελληνική πλαγιάζω

Ερμηνεία
ρήμα πλαγιάζω

✦ ξαπλώνομαι, κατακλίνομαι ιδ. για ύπνο
✦ κοιμούμαι
✦ (κ. μτβ.) ξαπλώνω κάποιον
✦ κοιμίζω
✦ κάνω κάτι όρθιο να λυγίσει: ο αέρας πλάγιασε τα σπαρτά
✦ συνουσιάζομαι: η γυναίκα του Γάλλου πλάγιασε με τόσους μπέηδες (Γ. Σεφέρης)
✦ (ναυτ.) πλέω έτσι ώστε τα πανιά να δέχονται καλά τον άνεμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.