πλαίσιο


πλαίσιο
Προφορά

Ετυμολογία
πλαίσιο αρχαία ελληνική πλαίσιον, από την ίδια ρίζα με το πλάτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πλαίσιο

✦ περιθώριο συνήθως τετράπλευρο, που περιβάλλει οποιοδήποτε ομοιόσχημο αντικείμενο ή κατασκεύασμα
✦ (ειδ.) σκελετός από ξύλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, που περιβάλλει κάτι για στερέωση, τελάρο
✦ διακοσμητικό περίβλημα ζωγραφικού πίνακα, φωτογραφίας κτλ., κορνίζα
✦ (τεχνολ.) ο σκελετός στον οποίο προσαρμόζονται τα όργανα μηχανής ή οχήματος
(μτφ. ) τα όρια μέσα στα οποία συντελείται κάτι
(μτφ. ) σύνολο κανόνων, ιδεών, θεσμών κτλ. που έχουν επικρατήσει και έχουν διαμορφωθεί από τη διδασκαλία, την πραγματικότητα, την εμπειρία, τη φύση κτλ.: εθνικά – κοινωνικά – οικογενειακά πλαίσια
✦ (νομ.) νόμος πλαίσιο βλ. λ. νόμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.