πλίνθος


πλίνθος
Προφορά

Ετυμολογία
πλίνθος αρχαία ελληνική πλίνθος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλίνθος

✦ τεχνητό δομικό υλικό από πηλό ή και από τσιμέντο, σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, πλιθί, τούβλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.