πλέον
Προφορά
Ετυμολογία
πλέον αρχαία ελληνική πλέον
Ερμηνεία
πλέον
✦ κ. πλιο επίρρ. περισσότερο: τρέχουν με ταχύτητα πλέον των εκατό χιλιομέτρων (Ν. Καρούζος)
✦ (χρον.) στο εξής: δεν θα ταξιδεύω πλέον μόνος – δεν θα είμαι πλέον μόνος
✦ (χρον.) ήδη, πλέον: είναι ασύμφορο πλέον να μετακομίσεις
✦ (μαθημ.) συν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μείον
Επιρρήματα
–