πλένω


πλένω
Προφορά

Ετυμολογία
πλένω μεσαιωνική ελληνική πλένω, από το ἔπλυνα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού πλύνω

Ερμηνεία
πλένω

✦ κ. πλύνω ρ. (έπλυνα, πλύθηκα, πλυμένος) καθαρίζω με νερό
✦ νίβω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.