πλέμπα


πλέμπα
Προφορά

Ετυμολογία
πλέμπα └ιταλ┘plebe

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλέμπα

✦ συρφετός, όχλος: αυτός, παλιός Φαναριώτης αστός… χανότανε μες στην πλέμπα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.