πλάτος
Προφορά
Ετυμολογία
πλάτος αρχαία ελληνική πλάτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλάτος
✦ μια από τις τρεις διαστάσεις των στερεών, φάρδος
✦ η μικρότερη διάσταση επίπεδης επιφάνειας
✦ φρ. σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σ’ όλη τη γη
✦ (φιλοσ.) πλάτος εννοίας, το σύνολο των εννοιών που υπάγονται σε μιαν ευρύτερη έννοια
✦ γεωγραφικό πλάτος, η γωνιακή απόσταση σημείου της γης ή της ουράνιας σφαίρας από τον ισημερινό, που μετριέται σε μοίρες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–