πλάθω
Προφορά
Ετυμολογία
πλάθω έπλασα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού πλάττω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πλάθω
✦ δίνω μορφή σε κάτι, διαμορφώνω, δημιουργώ
✦ φρ. είναι πλασμένος για…, έχει προορισμό να…, ο προορισμός του είναι…: ήταν γυναίκα πλασμένη για τον όμορφο έρωτα (Μ. Καραγάτσης)
✦ κατεργάζομαι ευμάλακτη ύλη
✦ (μτφ. ) επινοώ, δημιουργώ κάτι με τη φαντασία μου: φρ. πλάθει όνειρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–