πλάγιος


πλάγιος
Προφορά

Ετυμολογία
πλάγιος αρχαία ελληνική πλάγιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πλάγιος -ια, -ιο

✦ ο κεκλιμένος σε σχέση με άλλον, λοξός
✦ παράπλευρος, διπλανός
(μτφ. ) έμμεσος
(μτφ. ) όχι νόμιμος, όχι ευθύς: χρησιμοποιεί πλάγια μέσα
✦ πληθ. ουδ. τα πλάγια ως ουσ., οι πλευρές
✦ (γραμμ.) πλάγιες πτώσεις, η γενική, δοτική και αιτιατική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πλάγια (Κ πλαγίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.