πιτυρίαση


πιτυρίαση
Προφορά

Ετυμολογία
πιτυρίαση μεταγενέστερη ελληνική πιτυρίασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πιτυρίαση

✦ πάθηση του δέρματος, ιδ. της κεφαλής που εκδηλώνεται με απολέπιση του τριχωτού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.