πιτσιρίκα


πιτσιρίκα
Προφορά

Ετυμολογία
πιτσιρίκα ίσως από το διαλεκτ. └ιταλ┘piccirillo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πιτσιρίκα

✦ θηλ. πιτσιρίκα μικρό και ζωηρό παιδί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.