πιτσιλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
πιτσιλίζω αρχαία ελληνική πιτυλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πιτσιλίζω
✦ ρίχνω σταγόνες νερού ή άλλου, ιδ. ακάθαρτου υγρού: τινάξαμε από πάνω μας τη λάσπη, όσο ήτανε δυνατό… Αισθανόμουν και το πρόσωπό μου πιτσιλισμένο και τα πόδια μου βρεμένα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–