πιτακώνω
Προφορά
Ετυμολογία
πιτακώνω από το μεταγενέστερη ελληνική πιττάκιον + κατάλ. -ώνω• ή από το πατικώνω με επίδραση του πίτα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πιτακώνω
✦ πιέζω κάτι για να πλατύνει και να πάρει τη μορφή πίτας, συμπιέζω κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–