πισωπατώ


πισωπατώ
Προφορά

Ετυμολογία
πισωπατώ πίσω + πατώ

Ερμηνεία
πισωπατώ

✦ -άς, -ά κ. -είς, -εί ρ. βαδίζω προς τα πίσω, κάνω βήματα προς τα πίσω ενώ βλέπω μπροστά: η μάνα πισωπατώντας τρομαγμένη πήγε και κόλλησε στον τοίχο (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.