πισωγύρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
πισωγύρισμα πισωγυρίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πισωγύρισμα
✦ επιστροφή
✦ αναποδογύρισμα
✦ (κ. μτφ.): στο δρόμο που ακολουθούμε δεν υπάρχουν πισωγυρίσματα (δυνατότητες επιστροφής σε προηγούμενη κατάσταση)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–