πιστότητα


πιστότητα
Προφορά

Ετυμολογία
πιστότητα αρχαία ελληνική πιστότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πιστότητα

✦ η ιδιότητα του πιστού, του ακριβούς: βεβαιώνεται η πιστότητα της αντιγραφής
✦ ποιότητα ή ακρίβεια με την οποία αναπαράγεται ο ήχος: μηχανήματα υψηλής πιστότητας
✦ η αξιοπιστία ενός οργάνου μετρήσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.