πιστόλι


πιστόλι
Προφορά

Ετυμολογία
πιστόλι υποκορ. του πιστόλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πιστόλι

✦ μικρό πυροβόλο όπλο που κρατιέται με το ένα χέρι
✦ (τεχνολ.) εργαλείο ειδικό με το οποίο ψεκάζονται με χρώμα ή βερνίκι οι επιφάνειες που πρόκειται να βαφούν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.