πιστοδότης
Προφορά
Ετυμολογία
πιστοδότης πίστις + δίδωμι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πιστοδότης
✦ θηλ. πιστοδότρια (Κ πιστοδότις, -ιδος) (οικον.) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει την πίστωση
Συνώνυμα
δανειοδότης
Αντίθετα
πιστολήπτης
Επιρρήματα
–