πιστεύω
Προφορά
Ετυμολογία
πιστεύω αρχαία ελληνική πιστεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πιστεύω
✦ έχω πεποίθηση ή εμπιστοσύνη
✦ δίνω πίστη
✦ δέχομαι κάτι ως αληθινό
✦ νομίζω
✦ είμαι βέβαιος για την ύπαρξη του Θεού
✦ το πιστεύω ως ουσ., το σύνολο ή η βασική αρχή των πεποιθήσεων, των ιδεών ενός ατόμου: δεν μπορεί να καταλάβει κανείς ποιο είναι το πιστεύω του· (κ. θρησκ.) το σύμβολο της χριστιανικής πίστεως
✦ το σύνολο των αρχών, ιδεών, πεποιθήσεων κάποιου: δεν απομακρύνεται από τα πολιτικά του πιστεύω
✦ φρ. πίστευε και μη ερεύνα, λαϊκή ρήση για να δηλώσει ότι η δογματική πίστη σε κάτι ή κάποιον δεν χρειάζεται λογικές αποδείξεις – να το δω και να μην το πιστέψω, για κάτι που, αν και το επιθυμώ, αμφιβάλλω αν θα πραγματοποιηθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–