πιστευτός
Προφορά
Ετυμολογία
πιστευτός μεταγενέστερη ελληνική πιστευτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πιστευτός -ή, -ό
✦ αξιόπιστος, που μπορεί κανείς να τον πιστέψει: όσα κι αν λες δε γίνεσαι πιστευτός – τα λεγόμενά σου δεν είναι πιστευτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απίστευτος
Επιρρήματα
–