πιλοτή
Προφορά
Ετυμολογία
πιλοτή └γαλλ┘ pilotis (= θεμελίωση επί πασσάλων)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πιλοτή
✦ ανοιχτός, που δεν έχει χτισθεί, ισόγειος χώρος οικοδομήματος, συν. πολυκατοικίας, που εξυπηρετεί τις ανάγκες των ενοίκων της (παρκάρισμα αυτοκινήτων κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–