πιλαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
πιλαλώ κατά Φάβη, όψιμο μεσαιωνική ελληνική πηλαλῶ, από το ἀπηλάλησα, αόρ. του ἀπολαλῶ• κατά Κοραή, από το μεσαιωνική ελληνική ἐπιλαλῶ• κατά Στ. Ξανθουδίδη, από τα αρχαία ελληνικά ἐπελαύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πιλαλώ -άς, -ά
✦ τρέχω γρήγορα ή πηδώντας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–