πικρόγλωσσος


πικρόγλωσσος
Προφορά

Ετυμολογία
πικρόγλωσσος αρχαία ελληνική πικρόγλωσσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πικρόγλωσσος -η, -ο

✦ που έχει γλώσσα πικρή, δηκτικός

Συνώνυμα
φαρμακόγλωσσος
Αντίθετα
γλυκομίλητος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.