πικροκυματούσα


πικροκυματούσα
Προφορά

Ετυμολογία
πικροκυματούσα πικρός + κύμα

Ερμηνεία
πικροκυματούσα

✦ επίθ. ως επίθ. της θάλασσας, που τα κύματά της φέρνουν πίκρες, πένθη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.