πικραντικός


πικραντικός
Προφορά

Ετυμολογία
πικραντικός μεταγενέστερη ελληνική πικραντικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πικραντικός -ή, -ό

✦ που μπορεί να κάνει κάτι πικρό ή να προκαλέσει λύπη

Συνώνυμα
φαρμακερός
Αντίθετα
γλυκαντικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.