πικραίνω


πικραίνω
Προφορά

Ετυμολογία
πικραίνω αρχαία ελληνική πικραίνω

Ερμηνεία
ρήμα πικραίνω

✦ κάνω κάτι πικρό
(μτφ. ) λυπώ, στενοχωρώ, δυσαρεστώ
✦ (αμτβ.) γίνομαι πικρός, πικρίζω
✦ (παθητ.) πικραίνομαι, λυπούμαι, στενοχωρούμαι

Συνώνυμα
φαρμακώνω ,φαρμακώνομαι
Αντίθετα
γλυκαίνω ,ευφραίνω, χαροποιώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.