πικνίκ


πικνίκ
Προφορά

Ετυμολογία
πικνίκ └γαλλ┘ pique-nique

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πικνίκ

✦ πρόχειρο υπαίθριο γεύμα, σε εκδρομή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.