πικαρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
πικαρίζω └ιταλ┘piccare
Ερμηνεία
πικαρίζω
✦ κ. πικαρίζω ρ. (πικάρ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) πειράζω με λόγια ή πράξεις, πεισμώνω, ερεθίζω: και πικαρίστηκε. Το ‘βαλε πείσμα να με καταφέρει (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–