πικέτο
Προφορά
Ετυμολογία
πικέτο └ιταλ┘picchetto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πικέτο
✦ είδος χαρτοπαίγνιου με 32 τραπουλόχαρτα
✦ δεσμίδα με 32 από τα φύλλα της τράπουλας
✦ πινακίδα, που φέρουν συν. διαδηλωτές, στην οποία αναγράφονται συνθήματα ή εικόνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–