πιθαμή
Προφορά
Ετυμολογία
πιθαμή μεσαιωνική ελληνική πιθαμή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πιθαμή
✦ σπιθαμή, η απόσταση ανάμεσα στο άκρο του αντίχειρα και στο άκρο του μικρού δαχτύλου του ανοιχτού και τεντωμένου χεριού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–