πιεστός


πιεστός
Προφορά

Ετυμολογία
πιεστός αρχαία ελληνική πιεστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πιεστός -ή, -ό

✦ που μπορεί να πιεσθεί, που προήλθε από πίεση
✦ ουδ. το πιεστόν ως ουσ., η ιδιότητα των σωμάτων να ελαττώνονται σε όγκο υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.