πιεστήριο
Προφορά
Ετυμολογία
πιεστήριο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. πιεστήριος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πιεστήριο
✦ μηχάνημα χρησιμοποιούμενο ευρύτατα στη βιομηχανία και βιοτεχνία για συμπίεση, σύνθλιψη διαφόρων σωμάτων, η πρέσα
✦ τυπογραφικό πιεστήριο, μηχάνημα με το οποίο τυπώνονται κείμενα ή εικόνες: κυλινδρικό πιεστήριο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–